Στα σπίτια του Νότου

Ο θάνατος, θυμάμαι, εκεί στα σπίτια τού Νότου ήταν ένα σκοτεινό γεγονός,
ίσως γιατί υπήρχε πολύς ήλιος παντού, γυμνός, άφθονος.
Κλείνονταν τα παράθυρα όταν του νεκρού περνούσε ἡ ακολουθία
κάτω από τα σπίτια τα παλιά και οι ένοικοι την πομπή
πίσω από τις κατεβασμένες κουρτίνες κρυφά παρακολουθούσαν.

Κάποια μεσημέρια ασάλευτα, φωνές από μοιρολογίστρες
τη χλιαρή τους έκοβαν άνεση σα μαχαίρια ακονισμένα.
Στα σπίτια εκείνα του Νότου
ο νεκρός ήταν μέσα στο σκοτάδι του αιώνια βυθισμένος,
στους μικρούς του ληστές, τα σκουλήκια του αφιερωμένος,
μακριά από το αστραφτερό φως, που ντύσιμο δε δεχότανε κανένα.
Εκεί, στα σπίτια τού Νότου, οι νεκροί ερχόνταν πάλι
και ζητούσανε τα κρεβάτια τους με το στεναγμό τού ανέμου,
μ’ άδεια μάτια, ενώ τα ποντίκια ροκάνιζαν
μέσα στα μεσάνυχτα τα πατώματα τα φαγωμένα από το σαράκι,
τις κατάκλειστες ντουλάπες με τα ενδύματα
και τις φωτογραφίες τού ταξιδεμένου,
εκεί στο Νότο όπου οι μυγδαλιές
πολύ γρήγορα ανθούσανε τ’ άνθια τους
σαν κύματα σ’ ακρογιάλι αφρισμένα.

Νέα Εστία. Τεύχος 964. Έτος 1967

Θερμοπύλες

Αφήστε, αφήστε ήσυχους όσους πολέμησαν στις Θερμοπύλες,
τους τριακόσιους τού Λεωνίδα τους βαρύναμε με τη δόξα μας,
δεν ήταν ήρωες γιατί έπεσαν στις θέσεις τους,
παρά γιατί ήταν δεμένοι μ’ ένα παμπάλαιο χρέος.
Καλύτερα που δε γύρισαν πίσω στο στρατόπεδο τής Σπάρτης,
καλύτερα που δεν άκουσαν πάλι πολλά για το καθήκον
Το θάνατο τον ήθελαν, γιατί τους ήταν μια σωτηρία από τη Σπάρτη.

Ηπειρωτική Εστία. Τεύχος 115. Νοέμβριος 1961

Μουσική

Σαν μουσική που σβήνει μακριά τα θερινά μεσάνυχτα
κι ανοίγεις το παράθυρό σου, για να την σώσεις μες στης μνήμης τη ζωή,
έτσι τα μάτια της χάθηκαν να φωτίζουν μιαν άλλη νύχτα,
και δεν έχουν τα πράγματα την ίδια μουσική.
Πώς φεύγει μια αγαπημένη ψυχή
κι αδειάζουν οι δρόμοι και τα σπίτια,
πώς χαιρετά το σώμα μια ψυχή την ώρα που έχουν οι άγγελοι χαθεί,
σαν μουσική σβησμένη κι η δική της η φωνή.
Μην την πήρεν η άνοιξη των λουλουδιών;
Μην την πήρε της πεταλούδας το πέταγμα;
Αν υπήρχεν άνεμος,
θα τραγουδούσε το δικό της καημό στα δέντρα,
αν υπήρχαν παιδικά σύννεφα,
θα τραγουδούσαν την ομορφιά της στις στέρνες τής Αρεόπολης
κι αν υπήρχαν παιδικά μαγαζιά,
θ’ αγοράζαμε παιδικά παράθυρα να κοιτάζουμε τον κόσμο.
Εμείς δεν είχαμε σπίτια,
πουλιά λαβωμένα χωρίς ουρανό!

Νέα Πορεία. Τεύχη 5-6. Ιούλιος-Αύγουστος 1955

Το στάχυ

Νομίζω πως όλα έχουν αίσθηση
κι αυτό το ξερό αστάχυ ως το αγγίζω
θαρρώ ότι ακούω μιαν απόκρισή του σκοτεινή
μέσα από τη ρίζα του τη γεμάτη μάτια πράσινα.

Το κοιτώ και συλλογίζομαι πόσο είναι αυτό το στάχυ τόσο ανθεκτικό
στην πέτρα την άγρια φυτρωμένο
κι ας τό ‘δειρε ο βοριάς κι ας ντύθηκε του χιονιού το βάρος.
Αισθάνομαι να μ’ απαντά, να μου μιλά
για την άνοιξή μου την παντοτινή και την ουράνια.

Νέα Εστία. Τεύχος 932. 1 Μαΐου 1966

Η καλύβα μου

Είμαι μια έρημος που ονειρεύεται νερό,
θροΐσματα καλαμιώνων,
να κόβω καλάμια ή σπάρτα,
να πλέκω την καλύβα μου,
δέντρα να σχεδιάζω,
για νά ‘ρχεται το λελέκι
στο φούντωμα της άνοιξης
και να καταδέχεται
στο καυτό έδαφος των φιδιών
να γράφει τη σκιά του.

Νέα Εστία. Τεύχος 913. 15 Ιουλίου 1965

Εύθυμη πολιτεία

Δεν έχει οχυρά η πολιτεία αυτή που ήρθα, ούτε φρουρούς
γιατί πιστεύει στη χαρά και την ευθυμία.
Δεν έχει επάλξεις,
αφού οι πολίτες πιστεύουν στην εσωτερική, τη χαρούμενή τους διάθεση.
Τα παλιά της οχυρωματικά έργα τα παμπάλαια
είναι θαμμένα βαθιά μέσα στα χώματά της,
όπου πάνω τους τώρα πρασινίζουν τα στάχυα της
κι΄ ανθοβολούν, ευωδιάζουν και καρποφορούν τα περιβόλια της.

Από τη συλλογή «Ποιητικοί συνειδησιακοί διάλογοι» (1981)

Πολεμική διήγηση

Στ’ αναμμένο τζάκι, στης φλόγας το τριζοβόλημα
μας έλεγε ο παππούς μας,
όπως έσειε ο αγέρας τα πορτόφυλλα,
ως ανέμιζαν οι κουρτίνες με διάκριση και γέμιζε το δωμάτιο σκιές,
μας έλεγε ο παππούς,
ότι ήταν κάποτε μια νύχτα,
μέχρι τη μέση βρεγμένος μέσα στο νερό στα χαρακώματα,
όλοι ήταν μέσα στο νερό κι άστραφτε, άστραφτε, άστραφτε
κι οι πυροβολητές πίσω τους διόρθωναν στο φως τής αστραπής,
το στόχαστρο στα πυροβόλα τους.
Κι έλεγε πάλι ο παππούς
πως κάποιο πρωινό βρέθηκαν σ’ ένα κάμπο, σ’ ένα λιβάδι από λουλούδια
τόσα πολλά που τους γέμισε με το χέρι του το αγέρι την κεφαλή,
το σώμα τους μ’ ολόκληρα στεφάνια από λουλούδια,
έτσι που σαν οι πολέμιοι τους είδαν όλους στεφανωμένους,
στολισμένους όλους με τ’ ωραίο, το αποφασιστικό θάρρος τού Θανάτου,
έφυγαν, έφυγαν.
Μας διηγιόταν ο παππούς και η φλόγα στο τζάκι, οι σκιές στους τοίχους
κι εκείνες θαρρείς άκουγαν, η φλόγα, οι σκιές άκουγαν και γελούσαν.

Από τη συλλογή «Ποιητικοί συνειδησιακοί διάλογοι» (1981)

Χωρίς αργυρογνώμονες

Θέλαμε λοιπόν δε θέλαμε, θα κατεβαίναμε στην αγορά
και θα πουλούσαμε δικά μας ή αγορασμένα ψέματα·
πολλά, δυο και τρεις και τέσσερες φορές ψέματα,
γιατί δεν ήταν μόνο δικά μας, μα και υποβολιμαία
και απαραίτητα να στηρίζουν τον κεντρικό κορμό της εξουσίας·
μάλιστα, δεν τα πουλούσαμε ψυχρά,
παρά γινόμασταν θεατρίνοι
και τα διαφημίζαμε με ζωηρή θερμότητα,
τόσο που κι εμείς τα πιστεύαμε·
έτσι περικυκλωμένοι γύρω μας,
εμπρός και πίσω μας με ψεύδη
πώς ν’ ακούσουμε την καθαρή, την αίθρια τη φωτεινή,
της εσωτερικής αλήθειας τη φωνή
αφού τόσο πολύ την είχαμε σκεπάσει και κατασκοτεινιάσει;
Έτσι διώχναμε κάθε φως και έλεγχο στην αγορά
και κάθε καθαρόν αργυρογνώμονα.
Μα και αν υπήρχε και κανένας αργυρογνώμονας
την καλή και την ξάστερη ακοή και την όψη,
του γνήσιου του νομίσματος,
θελητά και αθέλητα
θα την είχε παντελώς απολησμονήσει.

Από τη συλλογή «Oι μέτοχοι» (1987)

Απολογία

Κάποτε κάθε πρωί, πολύ πρωί και κάθε βράδυ
ταξίδευα με το λεωφορείο τής γραμμής
και συνήθιζα να βλέπω να φεύγουν
γοργά τα δέντρα
μέσα στο παγωμένο κρύο,
τη βροχή και τον αγέρα,
στην αιθρία και τη ζέστα
ν’ ανθίζουν ή να φυλλορροούν
τα μεγάλα μονάζοντα στην πεδιάδα δέντρα,
να γυμνώνονται και να παρουσιάζουν
των πουλιών τις κρυβόμενες φωλιές τους·
κάποτε συνέχεια κυλούσα κι εγώ
σ’ εκείνο τον πατρικό κάμπο,
όπου τα ποτάμια μας πήγαιναν κι’ ένωναν
την αναπνοή της ροής τους μέσα στην άσπρη θάλασσα.
Κάποτε δυσκόλευα τις δυσκολίες μου κι ήμουν ένοχος·
κάποτε εργαζόμουν για να ξυπνάω στους άλλους,
άγρυπνο το προνόμιο της επιμέλειας
και την αγάπη τής εργασίας και της έρευνας
και της γόνιμης αλήθειας στην ολοφώτιστη υπερηφάνεια.

Από τη συλλογή «Oι μέτοχοι» (1987)