Απολογία

Κάποτε κάθε πρωί, πολύ πρωί και κάθε βράδυ
ταξίδευα με το λεωφορείο της γραμμής
και συνήθιζα να βλέπω να φεύγουν
γοργά τα δέντρα
μέσα στο παγωμένο κρύο,
τη βροχή και τον αγέρα,
στην αιθρία και τη ζέστα
ν’ ανθίζουν ή να φυλλορροούν
τα μεγάλα μονάζοντα στην πεδιάδα δέντρα,
να γυμνώνονται και να παρουσιάζουν
των πουλιών τις κρυβόμενες φωλιές τους·
κάποτε συνέχεια κυλούσα κι εγώ
σ’ εκείνο τον πατρικό κάμπο,
όπου τα ποτάμια μας πήγαιναν κι’ ένωναν
την αναπνοή της ροής τους μέσα στην άσπρη θάλασσα.
Κάποτε δυσκόλευα τις δυσκολίες μου κι ήμουν ένοχος·
κάποτε εργαζόμουν για να ξυπνάω στους άλλους,
άγρυπνο το προνόμιο της επιμέλειας
και την αγάπη της εργασίας και της έρευνας
και της γόνιμης αλήθειας στην ολοφώτιστη υπερηφάνεια.

 

Από τη συλλογή «Oι μέτοχοι» (1987)