Το video της εκδήλωσης για τον Σαράντο Παυλέα από τους αποφοίτους του Π.Σ.Π.Θ.

Εκδήλωση για τον ποιητή Σαράντο Παυλέα που οργάνωσαν οι μαθητές του, Απόφοιτοι του 1965 και ο Σύλλογος Αποφοίτων του Πειραματικού Σχολείου του Α.Π.Θ. στην αίθουσα τελετών του Σχολείου στις 14/12/17.

Ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο Ομότιμος Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., Γεώργιος Κεχαγιόγλου, ο Ομότιμος Καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Α.Π.Θ., Σαράντης Ζαφειρόπουλος και ο γιος του Σαράντου Παυλέα, Παναγιώτης Παυλέας ενώ ποιήματα του απήγγειλαν μαθητές του Πειραματικού Σχολείου.

Τοποθεσία της Εγνατίας οδού

Όλα στη θέση τους κι ο ζητιάνος με το μισό πάνω μόνο μέρος του κορμιού του τοποθετημένο στο ανάπηρο καροτσάκι του, όταν ο ήλιος ανέτελλε κι έβλεπε μ’ απάθεια όλα τα έργα της ημέρας, για ν’ αφήνω στην παλάμη του προσεχτικά το καθημερινό μου δεκάδραχμο, για ν’ αγοράζω κατά δόσεις τους φανταστικούς μας τους φανατισμένους […]

Δύο ευτυχισμένες ημέρες ενός φοιτητή

Ήταν τότε ένας φοιτητής από τα Δωδεκάνησα
κι έγινε σπουδαίος·
τον ρώτησαν ποιες ευτυχέστερες ημέρες γνώρισε στη ζωή του
κι αποκρίθηκε·
μια νύχτα που γύρισε από την κατοχική του φυλακή
στην πανσιόν όπου κάποτε διέμενε,
του ανακοίνωσαν ότι κι εκείνος είχε να λάβει τότε
δύο οκάδες στο μερίδιό του κατάμαυρη σταφίδα,
που πέτυχαν και πήραν οι συνάδερφοί του με αγώνα
από ένα Χριστιανικό φιλάνθρωπον ίδρυμα·
κι όταν άκουσε και είδε και είδε και άκουσε
και είδε με τα μάτια του άπληστα κοιτάζοντας
στις 11.30 π.μ. ακριβώς και στις 12 του Οκτωβρίου
να σπάζεται και να θραύτεται
η τυραννική σημαία του Αγκυλωτού Σταυρού
στην Ακρόπολη της Αθήνας
που μόλυνε με αίμα και κακουχία τους πάντες και τα πάντα·
κι έπειτα όταν ξεχείλισε σύσσωμο το βούισμα της λευτεριάς
σ’ όλους του δρόμους και τις πλατείες
της αρχαίας πρωτεύουσας της Δημοκρατίας της Αθήνας·
δηλαδή εκείνες τις δύο νύχτες
είχε το γλυκύτερο κι ελαφρύτερο της ζωής του
δίκαιον ύπνο.

Μνήμη ενός οπλοπολυβολητή

Σε θυμάμαι όταν πρωτοξεκινήσαμε.
Πίσω μας σ’ ακολουθούσε της μάνας ο λυγμός,
το δάκρυ της αδερφής, η γαλανή της αγαπημένης θλίψη.
Μπήκαμε σ’ ένα μαύρο τραίνο το πρωί με μαύρους καπνούς.
Τραγουδούσαμε τραγούδια της αγάπης και του πολέμου,
που δεν τον είχαμε γνωρίσει.
Τα δάκρυα των αγαπημένων σου
τώρα έχουν στεγνώσει
σαν πρωινή πάχνη ποταμιού.
Ίσως δε σε θυμάται κανείς.
Σα να μην υπήρξες ποτέ,
σα να μην υπήρξαμε, αγαπημένε μου φίλε,
οπλοπολυβολητή της Αλβανίας.
Πόσο πιο καλά να είχα κι εγώ στο πλευρό σου σκοτωθεί
σε κείνη τη χαράδρα
που τη δάγκαναν οι όλμοι και οι σφαίρες χωρίς τέλος,
στη λασπωμένη από το λιωμένο χιόνι του Μάρτη
όπου φύτρωναν χαλιά παπαρούνες πρώιμες
με το αίμα των πολεμιστών μας!
(Έρχεται μια ώρα και βρίσκεις μέσα σου μια παράξενη ανδρεία,
μιαν αλήθεια ανεύρετη πριν
που φεγγοβολεί κι ανάβει τη ζωή μας
πεύκινο δαδί μέσα στη νύχτα.
Μια στιγμή στην αιωνιότητα με την ομοιότητα αστραπής,
όταν λαμνοκοπά πέρα από τον ορίζοντα
μαζί με τις άλλες αδερφές της σε καλοκαιρινά παράθυρα).
Κάποτε μου είχες πει, α, νάμουν σ’ ένα αμάξι της επανόδου
μόνος, σφιγμένος στο μανδύα μου.
Έξω στην πεδιάδα η κακοκαιρία να λυσσομανά,
να θυμώνει ο βοριάς με τα δέντρα τα καμπίσια,
με τα ποτάμια και τις κοίτες τους, με τα ξερά τα θάμνα,
με τη φαινομενική του χώματος αναισθησία.
Κι ύστερα να’ φτανα σ’ ένα σπίτι ζεστό, μες στην αυλή του
στεφανωμένη με τα πρόσωπα της μητέρας και της γυναίκας!
Σ’ αναπολώ πάντοτε ορθό, έτσι όπως βλέπω το Έθνος μας,
γιατί δεν είδα ποτέ την πατρίδα μας σκυμμένη,
κι όταν την πρόσταζαν να γονατίσει, Εκείνη δε γονάτιζε,
δεν ήξερε, δεν είχε μάθει
από τους αρχαίους χρόνους να γονατίζει,
παρά ανυψωνόταν μ’ ένα νέο στήθος θάρρους,
και στεφάνωνε τη θλιμμένη σιωπή των αγαλμάτων της.
Ίσως το σώμα σου να ’γινε τώρα παιδικά ξεφωνήματα τσακαλιών,
φλόγα ερυθρωπή σ’ αχάτη μάτια,
ίσως το σώμα σου να ’γινε επιμονή
σ’ ένα δόντι τυφλοπόντικα,
ή ρίζα καστανιάς, για να πηδά πάνω της
τραγανίζοντας τον καρπό της το χινόπωρον ο σκίουρος.
Μα ξέρω, ότι την ψυχή σου κατέβηκεν ο Θεός να την υποδεχτεί
μ’ ανοιγμένη αγκαλιά, φυλαγμένη για τους δίκαιους
και τους ελεύθερους και τους αντρείους, όπως ήσουν εσύ
ηλιοψημένε φίλε της νιότης μου,
βουερό έλατο λεβεντιάς, πυρπολημένε στο θάρρος της ελευθερίας σου.
Σου το εξομολογούμαι, φίλε μου, χειριστή του οπλοπολυβόλου μας
σήμερα κάτι σαν ενοχή νιώθω που φαινομενικά ζω,
και σα φιλία χαμένη για πάντα,
σα φουντωμένο καύχημα της πατρίδας μας σε θυμάμαι.

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Κανείς δε γύρισεν από την εκστρατεία μας στο Άργος. Εγώ ζήτησα προστασία στο Ναό της Θεσμοφόρου Δήμητρας κρατώντας σφιχτά τους κρίκους της ιερής θύρας έως ότου μου έκοψαν τα χέρια κι έμειναν εκεί στους κρίκους καρφωμένα της ιερής της θύρας της Θεσμοφόρου Δήμητρας. Τον υπόλοιπον εμένα με πήραν και με σκότωσαν. Δε θα μας νικήσετε, […]

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ

Υπάρχει νίκη σήμερα; Για ποιο ρίγος Νίκης, μιλάτε, για ποιο κατακόρυφο καλοκαίρι; Υπάρχουν ακόμη τριαντάφυλλα στην ανατολή, υπάρχουν ακόμη άγρια τριαντάφυλλα της δύσης; Στο δάσος τ’ άγρια ζώα φορούν την τρίχα και το δέρμα τους, βαστάζουν την πείνα τους και τη λευτεριά τους. Συνεννοηθήκαμε όταν κατηφορίζει η βροχή στα βουνά με ρυάκια και καταρράκτες, να […]

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Μας είπαν: «Αν παραδοθείτε και δεν πολεμήσετε με το πεζικό και το ναυτικό σας το συγκεντρωμένο στη νήσο Λάδη μπροστά στη Μίλητο, δε θα πάθετε τίποτε, θα ζείτε όπως πριν με τις γυναίκες σας, τα παιδιά σας και τ’ αγαθά σας. Αντίθετα, στην περίπτωση που θα μας πολεμήσετε με το στόλο σας και το πεζικό […]

Ύμνος της ζωής

Αδειάζαμε απ’ όλα τα επουσιώδη κι έτσι αδειανοί
βυθιζόμασταν στη θεϊκή την εσωτερική μας ύπαρξη
και γεμίζαμε φως με την αχαρτογράφητη αλήθεια του Θεού,
που ήταν μαζί ελευθερία και ομορφιά∙
πού να περνούσε μέσα μας ο φόβος,
που έσπερναν εκείνοι που κυκλοφορούσαν στην αγορά
και αγόραζαν και πουλούσαν τα καθημερινά τους ψεύδη!
Κι όλα τότε γίνονταν γύρω μας ύμνος στην ύπαρξη,
ύμνος στο Θεό και το απλό χαλίκι (1)
απ’ όπου έπαιρνε το ρυάκι
του τραγουδιού του τη γλυκιά ταπεινότητα.
(Ο Θεός ήταν το χαμηλό και το πιο ψηλό σημείο).
Κι ο κόκκος της άμμου, ελάχιστη του γρανίτη διαίρεση
ένας ύμνος στην ύπαρξη,
το ίδιο με την αμέτρητη μουσικοχορευτική σειρά των ήλιων,
των άστρων και των γαλαξιών.
Όλα ένας μουσικός ρυθμός του Θεού
και το φύλλο που ρόδιζε στο δέντρο την ανατολή του
και σμαράγδιζε
και τραγουδούσε με τον άνεμο του βουνού,
με τον αγέρα της θάλασσας
και το γέλιο ενός λουλουδιού
όταν στεφάνωνε το μίσχο του, στον ήλιο του καλά αποκρινόμενο
και της χελώνας το εξεταστικό περπάτημα
και των μεγάλων φιδιών στην έρημο
ο χωρίς θόρυβο ολόσωμος, καμπύλος ελιγμός
που χαιρόταν τη θερμότητα
και των πουλιών το πολύχρωμο, ποικίλο κελάηδημα,
όλα ένας ρυθμός της ύπαρξης,
ένας ύμνος του Θεού
κι αυτός ο θάνατος μια ενέργεια χωρίς αρχή και τέλος
ένας ύμνος ήταν της ζωής.

(1) Στη συλλογή «Συμπαντική Διδακτική» 1995 είχε δημοσιευτεί
«ύμνος στο Θεό και το απλό χαλίκι ήταν σημαντικό».

Ρωμαΐζαμε λοιπόν συνεχώς Ρωμαΐζαμε

Έπρεπε να προσέχουμε τον Κύριον Αντίοχο
τον επονομαζόμενο μεγάλο
και τον Φίλιππο τον Ε΄ της Μακεδονίας
φώναζαν της Συγκλήτου τα δόγματα·
διαιρούσαν όλο και περισσότερο τις δύο Ελληνικές Συμπολιτείες
πιστό χωροφύλακα έχοντα το κράτος της Περγάμου
και ιδιαίτερα εκείνον τον ακατανόμαστο
τον Κύριο Ευμένη το δεύτερο.
Δυστυχώς δεν ενώθηκαν ποτέ ο Αντίοχος και ο Φίλιππος
και οι δυο μάχες στις Κυνός Κεφαλές και στη Μαγνησία
έδειξαν πόσο υπερτερούσαν
η κατά τάγματα ευέλικτη λεγεώνα
έναντι της άκαμπτης Μακεδονικής φάλαγγας
και πόσον ανώτερα ήταν τα όπλα από κατεργασμένο σίδηρο
από εκείνα του χυτοσιδήρου·
πολύ πρόσεξαν οι Ρωμαίοι το νικημένο Αννίβα
όταν κατέφυγε μάλιστα στην Αυλή του Αντίοχου στην Έφεσο
και απαίτησαν την χωρίς όρους απομάκρυνσή του.
Δουλικός πολύ ο Κύριος Ευμένης ο δεύτερος, υπηρέτης τους
κατηγορούσε
τον τραγικό βασιλέα της Μακεδονίας τον Κύριο Περσέα
πως είχε συνεννοήσεις
με τον βασιλέα των Ιλλυριών τον Κύριο Γένθιο·
έπρεπε λοιπόν να εξουδετερωθούν οι Ιλλυριοί
και όσοι Θράκες προσεχώρησαν
έστω όχι αποφασιστικά στον Περσέα.
Πολύ αργά όμως δεν πρόφτασε,
εκείνος ο Φίλιππος ο πατέρας του Μεγαλέξανδρου
μετά στης Κορίνθου το σύνεδρο, που κήρυττε
την ένωση όλων των Ελληνικών πόλεων κρατών και των λιμένων
να προχωρήσει βαθιά στα Βαλκάνια
πριν σκορπιστεί ο ελληνισμός στα βάθη της Ασίας
και καταλάβει έπειτα τη μεγάλη εκείνη Κόρινθο
ο χοντρός και αγροίκος και ανεκδιήγητος Μόμμιος
«διά ολιγανθρωπίαν».

Α εκείνα τα υποκριτικά Δόγματα της Συγκλήτου
για δήθεν ανεξαρτησία των Ελληνικών κρατών πόλεων.
Α εκείνα τα σκληρά Δόγματα της Ρωμαϊκής Συγκλήτου
και εκείνη η σπουδή
για εγκατάσταση Ρωμαϊζουσών κυβερνήσεων στην Ελλάδα.
(Ρωμαΐζαμε λοιπόν συνεχώς
εξακολουθούσαμε να Ρωμαΐζουμε
πάντοτε ανάλογα κι εμείς
κι εμείς σήμερα με άλλους τρόπους να Ρωμαΐζουμε,
όπως τότε να Ρωμαΐζουμε).

Μάνη

Αν ήταν να σας τραγουδήσω μια λησμονημένην Επαρχία,
θα σας τραγουδούσα τη μακρινή μας Αρεόπολη,
αν ήταν να σας τραγουδήσω τις ελιές,
θα σας τραγουδούσα τις ελιές της Αρεόπολης,
τα παλαιά σπίτια να κλείνουν με τις βαριές αμπάρες
και τους σύρτες της Κυριακής,
θα σας τραγουδούσα τον άνεμο της Αρεόπολης
να σημαίνει την καμπάνα στο ψηλό της καμπαναριό,
και να σας λέει για πέλαγα και θαλασσινές σπηλιές
όπου οι νύμφες υφαίνουν στους αργαλειούς,
κι οι μέλισσες γεννούν του Ωκεανού το μέλι.
Αν σας έγραφα κάτι, θα σας έγραφα τη νοσταλγία μου για την Αρεόπολη,
όπου οι σκληρές Μανιάτισσες φορτώνουν στα γαϊδουράκια τους
την υπομονή και την ανέχεια,
θα σας μιλούσα για τους πέτρινους ανθρώπους της Μάνης
πιστούς στην αλήθεια και τη λιτότητα
να βρέχουν ένα περήφανο ψωμί και ν’ ανάβουν της ελπίδας το λυχνάρι.
Θα σας μιλούσαμε για τα κορίτσια της Μάνης
να ονειρεύονται στο μάζεμα της ελιάς τον αγαπητικό τους…
για τα παιδικά σας μαγαζιά με τ’ αφεντικά τους σήμερα χώμα.
Κι αν ήταν να σας έλεγα κάτι στον εαυτό του συγκεντρωμένο
θα σας έλεγα για το Κοιμητήρι της Αρεόπολης
με το στριφτόδρομο και τα χοντρά χαλίκια
για ν’ αφήνουν τα παπούτσια σας ένα σοβαρόν ήχο,
στα μακρινά κοιμητήρια της Μάνης
όπου αναπαύονται γέροι ξωμάχοι και ναυτικοί.

Λειτουργική ύπαρξη

Στη βραχώδικη Μάνη οι στεγνές, πεισματικές ρίζες
απλώνονταν βαθιά και κάποτε έσπαζαν το βράχο
για ν’ αντικρίσουν με μια τους διακλάδωση τον ήλιο και το φεγγάρι
που ήταν άσπρο σαν ένα άταφου σκοτωμένου κόκκαλο.
Κι όλα λειτουργικά ήταν εδώ
σαν τη μετανάστευση, κάτω στο βυθό το θαλάσσιο, των καραβίδων
στη χειμωνιάτικη εποχή μέσα στη νύχτα
σε μια γραμμή ενωμένες σε μακριές ομάδες
και σειρές σχηματισμένες με τις ουρές τους
και τις κεραίες τους σαν το γράμμα ύψιλον
και χρησιμοποιώντας την οπτική τους την αφή πορεύονται βαθιά,
ενώ πάνω τους στην επιφάνεια της θάλασσας
τα κύματα βουνά γίνονται μανιώδη.
Κι όλα ρυθμισμένα εδώ όχι μηχανικά
γιατί σε κάθε μετανάστευση των καραβίδων στους τροπικούς τόπους
προμηθεύονται μέσα στα νυχτερινά τους μάτια, του φωτός τους τη βαφή.
Όλα εδώ είναι στημένα στο σκοπό τους,
γιατί το αρσενικό κοτσύφι, όταν το θηλυκό τελειώνει την επώαση
και τρυπάει ο νεοσσός τους το κέλυφος του αυγού του,
τα λείψανα τα αιχμηρά τα παίρνει κι έξω από τη φωλιά του τα πετάει,
για να μην τραυματιστεί το άπλερον ακόμη το κοτσύφι
που δεν ξέρει τί θα ειπεί πρωί και τί σημαίνει ηλιοβασίλεμα.