Στα σπίτια του Νότου

Ο θάνατος, θυμάμαι, εκεί στα σπίτια του Νότου ήταν ένα σκοτεινό γεγονός,
ίσως γιατί υπήρχε πολύς ήλιος παντού, γυμνός, άφθονος.
Κλείνονταν τα παράθυρα όταν του νεκρού περνούσε η ακολουθία
κάτω από τα σπίτια τα παλιά και οι ένοικοι την πομπή
πίσω από τις κατεβασμένες κουρτίνες κρυφά παρακολουθούσαν.

Κάποια μεσημέρια ασάλευτα, φωνές από μοιρολογίστρες
τη χλιαρή τους έκοβαν άνεση σα μαχαίρια ακονισμένα.
Στα σπίτια εκείνα του Νότου
ο νεκρός ήταν μέσα στο σκοτάδι του αιώνια βυθισμένος,
στους μικρούς του ληστές, τα σκουλήκια του αφιερωμένος,
μακριά από το αστραφτερό φως, που ντύσιμο δε δεχότανε κανένα.
Εκεί, στα σπίτια του Νότου, οι νεκροί ερχόνταν πάλι
και ζητούσανε τα κρεβάτια τους με το στεναγμό του ανέμου,
μ’ άδεια μάτια, ενώ τα ποντίκια ροκάνιζαν
μέσα στα μεσάνυχτα τα πατώματα τα φαγωμένα από το σαράκι,
τις κατάκλειστες ντουλάπες με τα ενδύματα
και τις φωτογραφίες του ταξιδεμένου,
εκεί στο Νότο όπου οι μυγδαλιές
πολύ γρήγορα ανθούσανε τ’ άνθια τους
σαν κύματα σ’ ακρογιάλι αφρισμένα.

 

Νέα Εστία. Τεύχος 964. Έτος 1967