Οι τρεις αδερφές

Όταν για πάντα κοιμήθηκεν η μητέρα μας
στο βουνίσιο κοιμητήρι του χωριού μας,
η πρώτη μου αδερφή
φύτεψε στη μικρή τοποθεσία του ύπνου της μιαν αγριοτριανταφυλλιά.
Τον άλλο χρόνο η δεύτερή μου αδερφή μπόλιασε την αγριοτριανταφυλλιά
και τις ημέρες του Μαΐου γεμίζει από τα τριαντάφυλλά της πλήθος.
Η τρίτη αδερφή είμαι εγώ και μένω ακόμη στο χωριό.
Κάθε άνοιξη από το χριστιανικό κοιμητήρι μας περνώ.
Βλέπω τα κόκκινα τριαντάφυλλα και λέγω στη φίλη μου:
«Να, εκεί κοιμάται για καλά η μητέρα μου
και τ’ άλικα τριαντάφυλλα, μικρές σημαιούλες ζωής,
στολίζουν την ανάπαυσή της
σα να τρέφονται, σα να ’ναι το χαρούμενο αίμα της καρδιάς της,
σαν το καλοσυνάτο αίμα της καρδιάς της, της καρδιάς μου».

Λωτοφάγοι

Ήρεμα λοιπόν ας συλλογισθούμε
τώρα που φυσάει ο άνεμος,
ήρεμα να σιωπήσουμε
τώρα όπου ο κάμπος είναι μια σταχοθάλασσα
πράσινης τρικυμίας.
Κύματα χωρίς ανάπαυση
να παίζουν με τους ίσκιους τους,
τους ίσκιους τους να χωνεύουν.
Σίγουροι ν’ αγαπήσουμε σήμερα.
Πολύ πολύ να κοιταχθούμεν
όπως οι θεατές σε θέατρο κοιτάζονται,
πριν η αυλαία τής σκηνής τα φώτα σβήσει
και σε μια πράξη πρόκειται να ειπωθεί
η μονοτονία τής στεριάς και του Ωκεανού το μεγαλείο.
Σύντομοι θα χωρίσουμε,
θα εξαφανισθούμε από τη σημερινή μας μνήμη
στην καλή, την απέναντι χώρα των Λωτοφάγων,
στην πλατιά, την ευρύπυλη χώρα των Λωτοφάγων.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η Ιουνίου του 1967.

Πασσαλίσκοι

Όταν οι σχηματισμοί των χελιδονιών πετούν
πάνω από τη μεγάλη θάλασσα των αποδημιών τους,
πολλές φορές παλεύοντας με τον άνεμο
καθώς τον κόβουν με το μαχαίρι των φτερών τους,
αφήνουν κάτι μικρές φωνούλες τα μεγαλύτερα
στο σούσουρο του ανέμου,
φωνίτσες γλυκές ενθάρρυνσης
στα νέα αποδημητικά τους αδερφάκια,
μικρές ομιλίες καρφωμένες
στην κακοκαιρία
σα φράγματα από πασσαλίσκους άμυνας
στις δυσκολίες της ελευθερίας.

Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1967 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Ύμνος στον Ήρωα Κωνσταντίνο Δαβάκη το 1979.

Παράκληση στη Θεοτόκο

Παναγία Θεοτόκε της πατρίδας μου
εκεί όπου στο Ναό Σου εψάλη κάποτε της μητέρας ο κατευόδιος ύμνος,
ω Θεοδόχε, της Συνεσης η Ευθυμία
φώτιζέ με, φώτιζέ με να νικώ το βαρβαρικό μέρος του εαυτού μου
σήμερα που γιορτάζεις την Ιερή Σου Μετάβαση στην Κατοικία του Υιού Σου,
Πρόθυμη των θλίψεων Βοήθεια, των αγαθών Θερμότητα,
της Θείας Αλήθειας Κοινοποίηση στους ανθρώπους,
ω του θεού Μεσίτρια, ο χιτώνας του χειμώνα μας ο καλός είσαι.
(Καθάριζε την ψυχή μου από την πολιορκία των παθών,
από το πολύ το χώμα.)
Των ακάνθων μου Πολεμική Πυρπολήτρια,
της Αγάπης της Ενωτικής Ευπορία,
Το Μέλι και η Κερήθρα των Αγγέλων είσαι,
η Κυψέλη που καιρούς επιτήδειους
αποταμιεύει για της αγνοίας την αφαίρεση.
Μαρία Παρθένε, γλυκιά και άφθονη καρποφορία
με το γαλάζιο φόρεμα του Δεκαπενταύγουστου,
των σκληραγωγιών η Τρυφερότητα, Στάμνα της Χαράς,
Σε καθικευτεύω, γίνε στους κλυδωνισμούς του βίου μου
το βεβαιότερο το Αγκυροβόλιό μου.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, 15-08-1968

Στα σπίτια του Νότου

Ο θάνατος, θυμάμαι, εκεί στα σπίτια τού Νότου ήταν ένα σκοτεινό γεγονός,
ίσως γιατί υπήρχε πολύς ήλιος παντού, γυμνός, άφθονος.
Κλείνονταν τα παράθυρα όταν του νεκρού περνούσε ἡ ακολουθία
κάτω από τα σπίτια τα παλιά και οι ένοικοι την πομπή
πίσω από τις κατεβασμένες κουρτίνες κρυφά παρακολουθούσαν.

Κάποια μεσημέρια ασάλευτα, φωνές από μοιρολογίστρες
τη χλιαρή τους έκοβαν άνεση σα μαχαίρια ακονισμένα.
Στα σπίτια εκείνα του Νότου
ο νεκρός ήταν μέσα στο σκοτάδι του αιώνια βυθισμένος,
στους μικρούς του ληστές, τα σκουλήκια του αφιερωμένος,
μακριά από το αστραφτερό φως, που ντύσιμο δε δεχότανε κανένα.
Εκεί, στα σπίτια τού Νότου, οι νεκροί ερχόνταν πάλι
και ζητούσανε τα κρεβάτια τους με το στεναγμό τού ανέμου,
μ’ άδεια μάτια, ενώ τα ποντίκια ροκάνιζαν
μέσα στα μεσάνυχτα τα πατώματα τα φαγωμένα από το σαράκι,
τις κατάκλειστες ντουλάπες με τα ενδύματα
και τις φωτογραφίες τού ταξιδεμένου,
εκεί στο Νότο όπου οι μυγδαλιές
πολύ γρήγορα ανθούσανε τ’ άνθια τους
σαν κύματα σ’ ακρογιάλι αφρισμένα.

Νέα Εστία. Τεύχος 964. Έτος 1967

Το στάχυ

Νομίζω πως όλα έχουν αίσθηση
κι αυτό το ξερό αστάχυ ως το αγγίζω
θαρρώ ότι ακούω μιαν απόκρισή του σκοτεινή
μέσα από τη ρίζα του τη γεμάτη μάτια πράσινα.

Το κοιτώ και συλλογίζομαι πόσο είναι αυτό το στάχυ τόσο ανθεκτικό
στην πέτρα την άγρια φυτρωμένο
κι ας τό ‘δειρε ο βοριάς κι ας ντύθηκε του χιονιού το βάρος.
Αισθάνομαι να μ’ απαντά, να μου μιλά
για την άνοιξή μου την παντοτινή και την ουράνια.

Νέα Εστία. Τεύχος 932. 1 Μαΐου 1966

Η καλύβα μου

Είμαι μια έρημος που ονειρεύεται νερό,
θροΐσματα καλαμιώνων,
να κόβω καλάμια ή σπάρτα,
να πλέκω την καλύβα μου,
δέντρα να σχεδιάζω,
για νά ‘ρχεται το λελέκι
στο φούντωμα της άνοιξης
και να καταδέχεται
στο καυτό έδαφος των φιδιών
να γράφει τη σκιά του.

Νέα Εστία. Τεύχος 913. 15 Ιουλίου 1965