Πολεμική διήγηση

Στ’ αναμμένο τζάκι, στης φλόγας το τριζοβόλημα
μας έλεγε ο παππούς μας,
όπως έσειε ο αγέρας τα πορτόφυλλα,
ως ανέμιζαν οι κουρτίνες με διάκριση και γέμιζε το δωμάτιο σκιές,
μας έλεγε ο παππούς,
ότι ήταν κάποτε μια νύχτα,
μέχρι τη μέση βρεγμένος μέσα στο νερό στα χαρακώματα,
όλοι ήταν μέσα στο νερό κι άστραφτε, άστραφτε, άστραφτε
κι οι πυροβολητές πίσω τους διόρθωναν στο φως της αστραπής,
το στόχαστρο στα πυροβόλα τους.
Κι έλεγε πάλι ο παππούς
πως κάποιο πρωινό βρέθηκαν σ’ ένα κάμπο, σ’ ένα λιβάδι από λουλούδια
τόσα πολλά που τους γέμισε με το χέρι του το αγέρι την κεφαλή,
το σώμα τους μ’ ολόκληρα στεφάνια από λουλούδια,
έτσι που σαν οι πολέμιοι τους είδαν όλους στεφανωμένους,
στολισμένους όλους με τ’ ωραίο, το αποφασιστικό θάρρος του Θανάτου,
έφυγαν, έφυγαν.
Μας διηγιόταν ο παππούς και η φλόγα στο τζάκι, οι σκιές στους τοίχους
κι εκείνες θαρρείς άκουγαν, η φλόγα, οι σκιές άκουγαν και γελούσαν.

 

Από τη συλλογή «Ποιητικοί συνειδησιακοί διάλογοι» (1981)