Χωρίς αργυρογνώμονες

Θέλαμε λοιπόν δε θέλαμε, θα κατεβαίναμε στην αγορά
και θα πουλούσαμε δικά μας ή αγορασμένα ψέματα·
πολλά, δυο και τρεις και τέσσερες φορές ψέματα,
γιατί δεν ήταν μόνο δικά μας, μα και υποβολιμαία
και απαραίτητα να στηρίζουν τον κεντρικό κορμό της εξουσίας·
μάλιστα, δεν τα πουλούσαμε ψυχρά,
παρά γινόμασταν θεατρίνοι
και τα διαφημίζαμε με ζωηρή θερμότητα,
τόσο που κι εμείς τα πιστεύαμε·
έτσι περικυκλωμένοι γύρω μας,
εμπρός και πίσω μας με ψεύδη
πώς ν’ ακούσουμε την καθαρή, την αίθρια τη φωτεινή,
της εσωτερικής αλήθειας τη φωνή
αφού τόσο πολύ την είχαμε σκεπάσει και κατασκοτεινιάσει;
Έτσι διώχναμε κάθε φως και έλεγχο στην αγορά
και κάθε καθαρόν αργυρογνώμονα.
Μα και αν υπήρχε και κανένας αργυρογνώμονας
την καλή και την ξάστερη ακοή και την όψη,
του γνήσιου του νομίσματος,
θελητά και αθέλητα
θα την είχε παντελώς απολησμονήσει.

 

Από τη συλλογή «Oι μέτοχοι» (1987)