Ύμνος στην παιδική μου Αρεόπολη

Μέσα μου πάντα έχω την παιδική μου Αρεόπολη,
την ηλικία των μικρών και των μεγάλων θρανίων,
την αγαπώ καλύτερα
απ’ ό,τι θα μπορούσε ν’ αγαπήσει κανείς τη μητέρα του,
γιατί η μακρινή μου τώρα πολιτεία του Ταϋγέτου
μ’ έθρεψε με τον αγέρα της το βουνίσιο,
σε κείνη πρωτάκουσα τα στάχυα, πράσινα κύματα,
που δίνουν στους Μανιάτες
το σκληρό, φρυγμένο, κριθαρένιο ψωμί τους
μαζί με τη σκληράδα της αντοχής και την αγάπη της ελευθερίας.
Στην πλατεία όπου κάποτε ξεκίνησαν μια χούφτα άνθρωποι πολεμιστές
τον ελεύθερο δρόμο της Καλαμάτας
από κει περνούσαμε λιτανεύοντας τις εικόνες μας,
από κει πηγαίναμε στων εξωκκλησιών μας τις αγρύπνιες
και ψέλναμε ευλαβικά το τραγούδι της στη γιορτή της Θεοτόκου.
Την καμπάνα σημαίναμε κάποτε παιδιά,
τη βουερή στο ψηλό καμπαναριό της
και καλούσαμε τους πιστούς, τους ξωμάχους
να γυρίσουν απ’ τον κόπο της ημέρας.
Το καλοκαίρι μάς έψηνε το σώμα η θάλασσα του Διρού,
όπου μέσα στις σπηλιές αντηχούσε υπόκωφο το κύμα
και στις φυρονεριές έβγαιναν τα καβούρια απ’ τη θαλάμη τους
και τολμούσαν να παίζουν στις μαυριδερές πετρούλες.
Πάνω στον Αϊ – Λιά υπάρχει άραγε η θεόρατη βαλανιδιά ακόμη
που τη φανταζόμουν να σκούζει ολομόναχη μέσα στην αγριεμένη νύχτα
πάνω από τη σάρα των μεγάλων πουλιών καθώς μανιάτισσα μοιρολογίστρα;
Πόλη των παιδικών μου χρόνων, μ’ έλκεις καθώς όνειρο,
δε θέλω να σε ξαναδώ και το ιδανικό σου φάντασμα να το χάσω.
Το τραγούδι μου αυτό τ’ αφήνω στα πόδια σου, πόλη περήφανη,
γιατί μ’ αγκάλιασες κάποτε πάνω στο γενναίο σου και πιστό κόρφο,
τώρα προσεύχομαι μαζί με τους κατοίκους σου πάντα να ευτυχείς.

Οι τρεις αδερφές

Όταν για πάντα κοιμήθηκεν η μητέρα μας
στο βουνίσιο κοιμητήρι του χωριού μας,
η πρώτη μου αδερφή
φύτεψε στη μικρή τοποθεσία του ύπνου της μιαν αγριοτριανταφυλλιά.
Τον άλλο χρόνο η δεύτερή μου αδερφή μπόλιασε την αγριοτριανταφυλλιά
και τις ημέρες του Μαΐου γεμίζει από τα τριαντάφυλλά της πλήθος.
Η τρίτη αδερφή είμαι εγώ και μένω ακόμη στο χωριό.
Κάθε άνοιξη από το χριστιανικό κοιμητήρι μας περνώ.
Βλέπω τα κόκκινα τριαντάφυλλα και λέγω στη φίλη μου:
«Να, εκεί κοιμάται για καλά η μητέρα μου
και τ’ άλικα τριαντάφυλλα, μικρές σημαιούλες ζωής,
στολίζουν την ανάπαυσή της
σα να τρέφονται, σα να ’ναι το χαρούμενο αίμα της καρδιάς της,
σαν το καλοσυνάτο αίμα της καρδιάς της, της καρδιάς μου».

Αυτοβιογραφία

Σε σπίτια θρήνου μεγάλωνα στο νότο
κι ένα σπίτι θρήνου έχτισα στο βορρά·
στην εκκλησία των Αγίων Ταξιαρχών
ήμουν έφηβος ερασιτέχνης ψάλτης,
στην Αρεόπολη της Μάνης,
όπου ο δυνατός άνεμος,
μερικές νύχτες με αυξημένη θύελλα,
έπαιρνε στα χέρια του
τη γλώσσα της ψηλής καμπάνας
και την καμπάνιζε μέσα στη νύχτα·
σε σπίτια θρήνου μεγάλωσα στο νότο
κι ένα σπίτι θρήνου έχτισα στο βορρά,
φυτευμένος εδώ στα βόρεια σύνορα της χώρας μου,
δάσκαλος και ποιητής μαζί.

Από τη συλλογή «Οι Μέτοχοι» (1987).

Λωτοφάγοι

Ήρεμα λοιπόν ας συλλογισθούμε
τώρα που φυσάει ο άνεμος,
ήρεμα να σιωπήσουμε
τώρα όπου ο κάμπος είναι μια σταχοθάλασσα
πράσινης τρικυμίας.
Κύματα χωρίς ανάπαυση
να παίζουν με τους ίσκιους τους,
τους ίσκιους τους να χωνεύουν.
Σίγουροι ν’ αγαπήσουμε σήμερα.
Πολύ πολύ να κοιταχθούμεν
όπως οι θεατές σε θέατρο κοιτάζονται,
πριν η αυλαία τής σκηνής τα φώτα σβήσει
και σε μια πράξη πρόκειται να ειπωθεί
η μονοτονία τής στεριάς και του Ωκεανού το μεγαλείο.
Σύντομοι θα χωρίσουμε,
θα εξαφανισθούμε από τη σημερινή μας μνήμη
στην καλή, την απέναντι χώρα των Λωτοφάγων,
στην πλατιά, την ευρύπυλη χώρα των Λωτοφάγων.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η Ιουνίου του 1967.

Ύμνος του μόχθου

Παρακολουθούσα κάποτε το πείσμα ενός μυρμηγκιού,
αυτού του ελάχιστου πλάσματος που κήρυττε στην πράξη
της εργασίας τον ύμνο
με το θερινό του παράδειγμα·
μετέφερε φορτίο πολύ στο σώμα του δυσανάλογο,
ν’ αγκυλώνεται σε μη ομαλά μέρη,
να εμποδίζεται από εσοχές κι εξοχές αγκαθιών
κι αυτό να μην παραιτείται·
ν’ αψηφάει τον άνεμο
και να πηγαίνει πότε εμπρός
και πότε πίσω από τον άνεμο·
πότε κόντρα πότε υποχωρώντας λοξά,
δίνοντας λιγότερη επιφάνεια
για λιγότερη λήψη από τον άνεμο·
στο τέλος να συνωστίζεται στη φωλιά, να περιμένει·
να δυσκολεύεται και τέλος
βρίσκοντας τη σειρά του και την ευκαιρία του
να χάνεται στο βάθος της
για να παραδώσει στους αποθηκάριους
τον ανυποχώρητο το μόχθο του.

Από τη συλλογή «Oι μέτοχοι» (1987)

Σ’ αγαπώ

Μά τις περαστικές ρυτίδες που αφήνει περνώντας
πάνω στην επιφανειακή δερμάτινη ροή του
κατεβαίνοντας στο ευθύ ποτάμι, ένας δυνατός αγέρας,
μά το φυτό που στηρίζεται στη ρίζα του για να χαρίζει
χωρίς να το γνωρίζει το άνθος τού γέλιου του, σ’ αγαπώ·
μά το ράμφος το πεισματικό τού πετροκότσυφα
που σκάβει το πρόσφατο χιόνι για την τροφή του, σ’ αγαπώ·
μά τα πουλιά που γυρίζουν να κουρνιάσουν
σε πρόχειρες ή χτισμένες φωλιές, σ’ αγαπώ·
μά το γιομάτο φεγγάρι που στέκεται πάνω από το βουνό
σαν ένα στρόγγυλο κι επίσημο πορφυρό πιάτο, σ’ αγαπώ.

Από τη συλλογή Συνειδησιακό Υπόγειο του 1985.

Πασσαλίσκοι

Όταν οι σχηματισμοί των χελιδονιών πετούν
πάνω από τη μεγάλη θάλασσα των αποδημιών τους,
πολλές φορές παλεύοντας με τον άνεμο
καθώς τον κόβουν με το μαχαίρι των φτερών τους,
αφήνουν κάτι μικρές φωνούλες τα μεγαλύτερα
στο σούσουρο του ανέμου,
φωνίτσες γλυκές ενθάρρυνσης
στα νέα αποδημητικά τους αδερφάκια,
μικρές ομιλίες καρφωμένες
στην κακοκαιρία
σα φράγματα από πασσαλίσκους άμυνας
στις δυσκολίες της ελευθερίας.

Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1967 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Ύμνος στον Ήρωα Κωνσταντίνο Δαβάκη το 1979.

Δε σε ξεχνούσα

Υπήρχαν ακίνητα καλοκαιρινά μεσημέρια με τον άνεμο σταματημένο
και μόνον ο χαριτωμένος άνεμος των μικρών πουλιών υπήρχε
στα χαμηλά κλώνια των δέντρων με τους γεμάτους ίσκιους
και δε σε ξεχνούσα·
και υπήρχε τότε του τέττιγα το μονότονο,
το μεθυσμένο καλοκαιρινό κήρυγμα
και δε σε ξεχνούσα·
και το φίδι υπήρχε το ζεσταμένο,
που έβγαινε μέσα στων βημάτων τη σιωπή
από την κρύπτη του στον αρχαίο πλάτανο
και με κινήσεις αθόρυβες πήγαινε συρτό
ξεκουλουριασμένο στο μικρό στο κρυμμένο στον ίσκιο του
στης βρύσης το ρυάκι κι έπινε κι αυτό νερό
και ποτέ δε σε ξεχνούσα.
 
Συλλογή Συνειδησιακό Υπόγειο 1985

Παράκληση στη Θεοτόκο

Παναγία Θεοτόκε της πατρίδας μου
εκεί όπου στο Ναό Σου εψάλη κάποτε της μητέρας ο κατευόδιος ύμνος,
ω Θεοδόχε, της Συνεσης η Ευθυμία
φώτιζέ με, φώτιζέ με να νικώ το βαρβαρικό μέρος του εαυτού μου
σήμερα που γιορτάζεις την Ιερή Σου Μετάβαση στην Κατοικία του Υιού Σου,
Πρόθυμη των θλίψεων Βοήθεια, των αγαθών Θερμότητα,
της Θείας Αλήθειας Κοινοποίηση στους ανθρώπους,
ω του θεού Μεσίτρια, ο χιτώνας του χειμώνα μας ο καλός είσαι.
(Καθάριζε την ψυχή μου από την πολιορκία των παθών,
από το πολύ το χώμα.)
Των ακάνθων μου Πολεμική Πυρπολήτρια,
της Αγάπης της Ενωτικής Ευπορία,
Το Μέλι και η Κερήθρα των Αγγέλων είσαι,
η Κυψέλη που καιρούς επιτήδειους
αποταμιεύει για της αγνοίας την αφαίρεση.
Μαρία Παρθένε, γλυκιά και άφθονη καρποφορία
με το γαλάζιο φόρεμα του Δεκαπενταύγουστου,
των σκληραγωγιών η Τρυφερότητα, Στάμνα της Χαράς,
Σε καθικευτεύω, γίνε στους κλυδωνισμούς του βίου μου
το βεβαιότερο το Αγκυροβόλιό μου.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, 15-08-1968

Σύγχρονος σοβαρός και σεβαστός λόγος της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας

Κατάργησε να καταργήσουμε την ευφάνταση οιμωγή
που κομίζει μια πολεμική Πάραλος, δέσμια μιας θάλασσας κολασμένης
που κοχλάζει έτοιμη να εκπατριστεί κι αυτή
από τον ακατοίκητο τον πλανήτη μας μετά από ένα πυρηνικό πόλεμο·
κάλλυνέ μας, ω κάλλυνέ μας μ’ ένα ομόθυμο και αποφασισμένον ιερό πείσμα
να εγκαταστήσουμε και να κατοικήσουμε την ειρήνη στον πλανήτη μας
με τόσην ορμέμφυτη και νικηφόρα θέληση και ορμή
καθώς ο βότρυς των μελισσών κρεμάμενος στο δέντρο
αφού εγκατέλειψε την παλαιά του κυψέλη μαζί με τη νέα του βασίλισσα
ορμάει να κοινωνήσει της νέας κυψέλης
είτε σ’ ενός μεγάλου δέντρου κοίλωμα ή σ’ ένα κρυφό σπήλαιο
ή σε μια φωλιά του αγριμιού έρημη από καιρόν αφημένη,
των μεγάλων και των ωραίων εργατικών Αγαθών μόνη Εσύ Ρυθμίστρια.
Σα να μην είχαν φως τα μάτια μας, σα να μην είχεν ήχους η ακοή μας
είχαμε απομακρυνθεί από κάθε αρμονία και μέτρο
και από το κάθε κάλλος έξω·
φρόντιζε με τη μητρική Σου φροντίδα να Σ’ αισθανόμαστε κοντά μας
όπως τα μελωδικά πουλιά με τις θημωνιασμένες τους χρυσές φωνές
αισθάνονται τον Αυγερινό και τον περίλαμπρο τον ήλιο
και τον φωνάζουν ν’ ανατέλλει.
Οι περισσότεροι φίλοι μας ανέβηκαν στην καρμανιόλα
κι άλλοι εκτελέστηκαν για την ύψωση της ελευθερίας στη θετική της θέση,
γιατί πίστευαν πως η ελευθερία και η θεϊκή Σου Στοργή
μας ήταν μια Ιερή Μετάληψη για των αμαρτιών μας την άφεση·
δέξου τις ευχαριστίες μας για όσα δεινά δε δοκιμάσαμε
γιατί δοκιμάσαμε πολλά κι ανήκουστα σαν Έλληνες,
για τους ακόμη βαθύτερους γκρεμούς που δεν κατρακυλήσαμε
γιατί μας έπεμψες έστω και την τελευταία στιγμή τη Σωφροσύνη μας·
συγχώρησέ μας γιατί οι πρόγονοί μας τυφλώθηκαν
και έδωκαν στο Σωκράτη να πιει το κώνειο και σκότωσαν τον Καποδίστρια
και μερικοί φανατικοί έκοψαν των Αιγηνιτών κωπηλατών τους αντίχειρες
για να μειώσουν τη ναυτική τους ικανότητα.
Πόσο πολυτελής η φύση κι απαθής
κι εμείς πόσο πένητες και μάρτυρες είχαμε καταλήξει,
ω Κόρη τ’ ουρανού που από εσένα ανέτειλε της δικαιοσύνης
ο πνιγμένος από την αδικία λαμπρός πάλι ο πορφυρός ήλιος·
γι’ αυτό ρίχνε μας στις πληγές μας πάνω, όλες τις εσωτερικές μας πληγές,
ρίχνε μια μέθη γλυκιά κι ένα λήθαργον ακέραιο, Θεοτόκε·
δίνε μας το προνόμιο ν’ ανοίγουμε διάπλατη την πύλη της αλήθειας
γιατί μόνο αυτή μας οδηγεί στη σταθερότητα και μας γιατρεύει
και ο φόβος του θανάτου γίνεται ένα φάντασμα
που εξαφανίζεται όταν η μέρα φέγγει·
τα τραύματά μας κοίμιζε, κοίμιζε να μη φωνάζουν
και με την οδύνη τους μας εμποδίζουν, Μαρία Ευλογημένη.
Νεύε, ω νεύε των πολλών μας αμαρτημάτων το πλήθος το δύσπλυτο
να πλένουμε με ύσσωπο περίσσιο·
κι αυτό το καθήκον να τηρούμε και να πρεσβεύουμε
να πάψουμε να τιμούμε το μπαρούτι
και μόνο στο αλέτρι και στο νου
να δίνουμε την αποκλειστική μας την τιμή, Θεομάνα μας καλή.
Χορήγησέ μας την υποχρέωση και το δικαίωμα να χτίζουμε
την εσωτερική αλήθεια φυσικά κι αβίαστα
προβάλλοντας τη φωνή της τη θεραπευτική προς τα έξω
σα μια πρόνοια τοποθετημένη στο χελιδόνι
να χτίζει τη φωλιά του τη μετάρσια με τη δική του την αρχιτεκτονική
γεμάτη στης επάρκειας τον ώριμο πλούτο,
σαν την πρόνοια την ενοικισμένη στον πελαργό
να ’ρχεται της άνοιξης κομιστής και να επιδιορθώνει τις φωλιές τους
στα κωδωνοστάσια των εκκλησιών και στις σταραποθήκες
και στους στύλους των ηλεκτροφόρων καλώδιων
και σώζε μας των χειμαζόμενων μόνη παραστάτρια·
μ’ ένα σκοτωμένο πολλοδέντρι ναυπηγούμε τα καράβια μας
μ’ όλους τους αμέτρητους εργατικούς κρότους στους ταρσανάδες μας
για να μνημονεύουμε την ύπαρξη της στεριάς στης θάλασσας την επιφάνεια·
μνημόνευέ μας κι Εσύ Αγνή Μαρία όταν όλα γύρω μας
κάθε πίστη κι αγάπη μάς αποκλείουν·
ήμασταν άοικοι κι ανέστιοι και νηστικοί
μέσα στου σώματος και της ψυχής τη σύγχρονη ξηρασία,
Σε ρωτούμε, Μητέρα όλων των Απείρων,
μπορούμε να Σε λογαριάζουμε και να Σ’ έχουμε
για φωτιά και θερμότητα για φως και για σπίτι
και για μια ήμερη τροφή σήμερα
όπου το ιερό Σου Σκήνωμα κοιμάται για να ξυπνήσει στον ουρανό;

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ