Νυχθημερόν

Παραλογιζόμασταν, συνέχεια παραλογιζόμασταν·
στα χείλη μας οι λέξεις που έβγαιναν
δεν είχαν καμιά βαρύτητα, καμιά σημασία,
γιατί δεσμεύονταν με το ψεύδος
και το πιο ακαλλιέργητο κι άγονο σκοτάδι
και λέγαμε πως κάποτε
τα δέντρα του δρυμού
ζητούσαν να κάνουν ένα δέντρο βασιλέα τους·
πήγαν λοιπόν και παρακάλεσαν την ελιά
και της είπαν να γίνει βασιλιάς τους·
κι αποκρίθηκεν η ελιά,
ότι δε θ’ άφηνε ποτέ του καρπού της να μην παράγει
τη θρεπτική και τη ζεστή της φωτιστική ποιότητα·
έτσι πήγαν τα δέντρα του δρυμού στη συκιά
να δεχτεί να γίνει ο βασιλιάς τους
κι εκείνη τους αποκρίθηκε:
όχι δε θ’ άφηνε ποτέ τη γλυκύτητα του καρπού της·
ύστερα πήγαν και στην άμπελο
κι εκείνη δε δέχτηκε, αφοσιωμένη
στη γλυκιά υπερηφάνεια των σταφυλιών της.
Κι απευθύνθηκαν λοιπόν τα δέντρα του δρυμού
στο θάμνο με τ’ αγκάθια του
και του είπαν να τους γίνει βασιλέας κι άρχοντάς τους·
και δέχτηκε ο άκαρπος θάμνος
να τους γίνει άρχοντας και βασιλέας τους
αρκεί να ’σκυβαν και να ’μπαιναν κάτω από τη σκιά του
και τ’ αγκάθια του να λογάριαζαν
και να τα πρόσεχαν πολύ,
να μην ανάψουν τ’ αγκάθια του με μια φωτιά αφώλιαστη
και εξαπλωθεί
και τα δέντρα του δρυμού μαζί του
και καπνός και στάχτη γίνουν·
έτσι στενάζαμε κι εμείς,
κάτω από μιαν εξουσία άκαρπη
και μόνο τ’ αγκάθια της και την καταστροφή,
πολύ καλά νυχθημερόν γνωρίζαμε.

 

Από τη συλλογή «Οι μέτοχοι» (1987)