Ύμνος του μόχθου

Παρακολουθούσα κάποτε το πείσμα ενός μυρμηγκιού,
αυτού του ελάχιστου πλάσματος που κήρυττε στην πράξη
της εργασίας τον ύμνο
με το θερινό του παράδειγμα·
μετέφερε φορτίο πολύ στο σώμα του δυσανάλογο,
ν’ αγκυλώνεται σε μη ομαλά μέρη,
να εμποδίζεται από εσοχές κι εξοχές αγκαθιών
κι αυτό να μην παραιτείται·
ν’ αψηφάει τον άνεμο
και να πηγαίνει πότε εμπρός
και πότε πίσω από τον άνεμο·
πότε κόντρα πότε υποχωρώντας λοξά,
δίνοντας λιγότερη επιφάνεια
για λιγότερη λήψη από τον άνεμο·
στο τέλος να συνωστίζεται στη φωλιά, να περιμένει·
να δυσκολεύεται και τέλος
βρίσκοντας τη σειρά του και την ευκαιρία του
να χάνεται στο βάθος της
για να παραδώσει στους αποθηκάριους
τον ανυποχώρητο το μόχθο του.

 

Από τη συλλογή «Oι μέτοχοι» (1987)