Μνήμη ενός οπλοπολυβολητή

Σε θυμάμαι όταν πρωτοξεκινήσαμε.
Πίσω μας σ’ ακολουθούσε της μάνας ο λυγμός,
το δάκρυ της αδερφής, η γαλανή της αγαπημένης θλίψη.
Μπήκαμε σ’ ένα μαύρο τραίνο το πρωί με μαύρους καπνούς.
Τραγουδούσαμε τραγούδια της αγάπης και του πολέμου,
που δεν τον είχαμε γνωρίσει.
Τα δάκρυα των αγαπημένων σου
τώρα έχουν στεγνώσει
σαν πρωινή πάχνη ποταμιού.
Ίσως δε σε θυμάται κανείς.
Σα να μην υπήρξες ποτέ,
σα να μην υπήρξαμε, αγαπημένε μου φίλε,
οπλοπολυβολητή της Αλβανίας.
Πόσο πιο καλά να είχα κι εγώ στο πλευρό σου σκοτωθεί
σε κείνη τη χαράδρα
που τη δάγκαναν οι όλμοι και οι σφαίρες χωρίς τέλος,
στη λασπωμένη από το λιωμένο χιόνι του Μάρτη
όπου φύτρωναν χαλιά παπαρούνες πρώιμες
με το αίμα των πολεμιστών μας!
(Έρχεται μια ώρα και βρίσκεις μέσα σου μια παράξενη ανδρεία,
μιαν αλήθεια ανεύρετη πριν
που φεγγοβολεί κι ανάβει τη ζωή μας
πεύκινο δαδί μέσα στη νύχτα.
Μια στιγμή στην αιωνιότητα με την ομοιότητα αστραπής,
όταν λαμνοκοπά πέρα από τον ορίζοντα
μαζί με τις άλλες αδερφές της σε καλοκαιρινά παράθυρα).
Κάποτε μου είχες πει, α, νάμουν σ’ ένα αμάξι της επανόδου
μόνος, σφιγμένος στο μανδύα μου.
Έξω στην πεδιάδα η κακοκαιρία να λυσσομανά,
να θυμώνει ο βοριάς με τα δέντρα τα καμπίσια,
με τα ποτάμια και τις κοίτες τους, με τα ξερά τα θάμνα,
με τη φαινομενική του χώματος αναισθησία.
Κι ύστερα να’ φτανα σ’ ένα σπίτι ζεστό, μες στην αυλή του
στεφανωμένη με τα πρόσωπα της μητέρας και της γυναίκας!
Σ’ αναπολώ πάντοτε ορθό, έτσι όπως βλέπω το Έθνος μας,
γιατί δεν είδα ποτέ την πατρίδα μας σκυμμένη,
κι όταν την πρόσταζαν να γονατίσει, Εκείνη δε γονάτιζε,
δεν ήξερε, δεν είχε μάθει
από τους αρχαίους χρόνους να γονατίζει,
παρά ανυψωνόταν μ’ ένα νέο στήθος θάρρους,
και στεφάνωνε τη θλιμμένη σιωπή των αγαλμάτων της.
Ίσως το σώμα σου να ’γινε τώρα παιδικά ξεφωνήματα τσακαλιών,
φλόγα ερυθρωπή σ’ αχάτη μάτια,
ίσως το σώμα σου να ’γινε επιμονή
σ’ ένα δόντι τυφλοπόντικα,
ή ρίζα καστανιάς, για να πηδά πάνω της
τραγανίζοντας τον καρπό της το χινόπωρον ο σκίουρος.
Μα ξέρω, ότι την ψυχή σου κατέβηκεν ο Θεός να την υποδεχτεί
μ’ ανοιγμένη αγκαλιά, φυλαγμένη για τους δίκαιους
και τους ελεύθερους και τους αντρείους, όπως ήσουν εσύ
ηλιοψημένε φίλε της νιότης μου,
βουερό έλατο λεβεντιάς, πυρπολημένε στο θάρρος της ελευθερίας σου.
Σου το εξομολογούμαι, φίλε μου, χειριστή του οπλοπολυβόλου μας
σήμερα κάτι σαν ενοχή νιώθω που φαινομενικά ζω,
και σα φιλία χαμένη για πάντα,
σα φουντωμένο καύχημα της πατρίδας μας σε θυμάμαι.

Λωτοφάγοι

Ήρεμα λοιπόν ας συλλογισθούμε
τώρα που φυσάει ο άνεμος,
ήρεμα να σιωπήσουμε
τώρα όπου ο κάμπος είναι μια σταχοθάλασσα
πράσινης τρικυμίας.
Κύματα χωρίς ανάπαυση
να παίζουν με τους ίσκιους τους,
τους ίσκιους τους να χωνεύουν.
Σίγουροι ν’ αγαπήσουμε σήμερα.
Πολύ πολύ να κοιταχθούμεν
όπως οι θεατές σε θέατρο κοιτάζονται,
πριν η αυλαία τής σκηνής τα φώτα σβήσει
και σε μια πράξη πρόκειται να ειπωθεί
η μονοτονία τής στεριάς και του Ωκεανού το μεγαλείο.
Σύντομοι θα χωρίσουμε,
θα εξαφανισθούμε από τη σημερινή μας μνήμη
στην καλή, την απέναντι χώρα των Λωτοφάγων,
στην πλατιά, την ευρύπυλη χώρα των Λωτοφάγων.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η Ιουνίου του 1967.

Πασσαλίσκοι

Όταν οι σχηματισμοί των χελιδονιών πετούν
πάνω από τη μεγάλη θάλασσα των αποδημιών τους,
πολλές φορές παλεύοντας με τον άνεμο
καθώς τον κόβουν με το μαχαίρι των φτερών τους,
αφήνουν κάτι μικρές φωνούλες τα μεγαλύτερα
στο σούσουρο του ανέμου,
φωνίτσες γλυκές ενθάρρυνσης
στα νέα αποδημητικά τους αδερφάκια,
μικρές ομιλίες καρφωμένες
στην κακοκαιρία
σα φράγματα από πασσαλίσκους άμυνας
στις δυσκολίες της ελευθερίας.

Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1967 και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Ύμνος στον Ήρωα Κωνσταντίνο Δαβάκη το 1979.