Ύμνος στην παιδική μου Αρεόπολη

Μέσα μου πάντα έχω την παιδική μου Αρεόπολη,
την ηλικία των μικρών και των μεγάλων θρανίων,
την αγαπώ καλύτερα
απ’ ό,τι θα μπορούσε ν’ αγαπήσει κανείς τη μητέρα του,
γιατί η μακρινή μου τώρα πολιτεία του Ταϋγέτου
μ’ έθρεψε με τον αγέρα της το βουνίσιο,
σε κείνη πρωτάκουσα τα στάχυα, πράσινα κύματα,
που δίνουν στους Μανιάτες
το σκληρό, φρυγμένο, κριθαρένιο ψωμί τους
μαζί με τη σκληράδα της αντοχής και την αγάπη της ελευθερίας.
Στην πλατεία όπου κάποτε ξεκίνησαν μια χούφτα άνθρωποι πολεμιστές
τον ελεύθερο δρόμο της Καλαμάτας
από κει περνούσαμε λιτανεύοντας τις εικόνες μας,
από κει πηγαίναμε στων εξωκκλησιών μας τις αγρύπνιες
και ψέλναμε ευλαβικά το τραγούδι της στη γιορτή της Θεοτόκου.
Την καμπάνα σημαίναμε κάποτε παιδιά,
τη βουερή στο ψηλό καμπαναριό της
και καλούσαμε τους πιστούς, τους ξωμάχους
να γυρίσουν απ’ τον κόπο της ημέρας.
Το καλοκαίρι μάς έψηνε το σώμα η θάλασσα του Διρού,
όπου μέσα στις σπηλιές αντηχούσε υπόκωφο το κύμα
και στις φυρονεριές έβγαιναν τα καβούρια απ’ τη θαλάμη τους
και τολμούσαν να παίζουν στις μαυριδερές πετρούλες.
Πάνω στον Αϊ – Λιά υπάρχει άραγε η θεόρατη βαλανιδιά ακόμη
που τη φανταζόμουν να σκούζει ολομόναχη μέσα στην αγριεμένη νύχτα
πάνω από τη σάρα των μεγάλων πουλιών καθώς μανιάτισσα μοιρολογίστρα;
Πόλη των παιδικών μου χρόνων, μ’ έλκεις καθώς όνειρο,
δε θέλω να σε ξαναδώ και το ιδανικό σου φάντασμα να το χάσω.
Το τραγούδι μου αυτό τ’ αφήνω στα πόδια σου, πόλη περήφανη,
γιατί μ’ αγκάλιασες κάποτε πάνω στο γενναίο σου και πιστό κόρφο,
τώρα προσεύχομαι μαζί με τους κατοίκους σου πάντα να ευτυχείς.

Σ’ αγαπώ

Μά τις περαστικές ρυτίδες που αφήνει περνώντας
πάνω στην επιφανειακή δερμάτινη ροή του
κατεβαίνοντας στο ευθύ ποτάμι, ένας δυνατός αγέρας,
μά το φυτό που στηρίζεται στη ρίζα του για να χαρίζει
χωρίς να το γνωρίζει το άνθος τού γέλιου του, σ’ αγαπώ·
μά το ράμφος το πεισματικό τού πετροκότσυφα
που σκάβει το πρόσφατο χιόνι για την τροφή του, σ’ αγαπώ·
μά τα πουλιά που γυρίζουν να κουρνιάσουν
σε πρόχειρες ή χτισμένες φωλιές, σ’ αγαπώ·
μά το γιομάτο φεγγάρι που στέκεται πάνω από το βουνό
σαν ένα στρόγγυλο κι επίσημο πορφυρό πιάτο, σ’ αγαπώ.

Από τη συλλογή Συνειδησιακό Υπόγειο του 1985.

Δε σε ξεχνούσα

Υπήρχαν ακίνητα καλοκαιρινά μεσημέρια με τον άνεμο σταματημένο
και μόνον ο χαριτωμένος άνεμος των μικρών πουλιών υπήρχε
στα χαμηλά κλώνια των δέντρων με τους γεμάτους ίσκιους
και δε σε ξεχνούσα·
και υπήρχε τότε του τέττιγα το μονότονο,
το μεθυσμένο καλοκαιρινό κήρυγμα
και δε σε ξεχνούσα·
και το φίδι υπήρχε το ζεσταμένο,
που έβγαινε μέσα στων βημάτων τη σιωπή
από την κρύπτη του στον αρχαίο πλάτανο
και με κινήσεις αθόρυβες πήγαινε συρτό
ξεκουλουριασμένο στο μικρό στο κρυμμένο στον ίσκιο του
στης βρύσης το ρυάκι κι έπινε κι αυτό νερό
και ποτέ δε σε ξεχνούσα.
 
Συλλογή Συνειδησιακό Υπόγειο 1985

Σύγχρονος σοβαρός και σεβαστός λόγος της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας

Κατάργησε να καταργήσουμε την ευφάνταση οιμωγή
που κομίζει μια πολεμική Πάραλος, δέσμια μιας θάλασσας κολασμένης
που κοχλάζει έτοιμη να εκπατριστεί κι αυτή
από τον ακατοίκητο τον πλανήτη μας μετά από ένα πυρηνικό πόλεμο·
κάλλυνέ μας, ω κάλλυνέ μας μ’ ένα ομόθυμο και αποφασισμένον ιερό πείσμα
να εγκαταστήσουμε και να κατοικήσουμε την ειρήνη στον πλανήτη μας
με τόσην ορμέμφυτη και νικηφόρα θέληση και ορμή
καθώς ο βότρυς των μελισσών κρεμάμενος στο δέντρο
αφού εγκατέλειψε την παλαιά του κυψέλη μαζί με τη νέα του βασίλισσα
ορμάει να κοινωνήσει της νέας κυψέλης
είτε σ’ ενός μεγάλου δέντρου κοίλωμα ή σ’ ένα κρυφό σπήλαιο
ή σε μια φωλιά του αγριμιού έρημη από καιρόν αφημένη,
των μεγάλων και των ωραίων εργατικών Αγαθών μόνη Εσύ Ρυθμίστρια.
Σα να μην είχαν φως τα μάτια μας, σα να μην είχεν ήχους η ακοή μας
είχαμε απομακρυνθεί από κάθε αρμονία και μέτρο
και από το κάθε κάλλος έξω·
φρόντιζε με τη μητρική Σου φροντίδα να Σ’ αισθανόμαστε κοντά μας
όπως τα μελωδικά πουλιά με τις θημωνιασμένες τους χρυσές φωνές
αισθάνονται τον Αυγερινό και τον περίλαμπρο τον ήλιο
και τον φωνάζουν ν’ ανατέλλει.
Οι περισσότεροι φίλοι μας ανέβηκαν στην καρμανιόλα
κι άλλοι εκτελέστηκαν για την ύψωση της ελευθερίας στη θετική της θέση,
γιατί πίστευαν πως η ελευθερία και η θεϊκή Σου Στοργή
μας ήταν μια Ιερή Μετάληψη για των αμαρτιών μας την άφεση·
δέξου τις ευχαριστίες μας για όσα δεινά δε δοκιμάσαμε
γιατί δοκιμάσαμε πολλά κι ανήκουστα σαν Έλληνες,
για τους ακόμη βαθύτερους γκρεμούς που δεν κατρακυλήσαμε
γιατί μας έπεμψες έστω και την τελευταία στιγμή τη Σωφροσύνη μας·
συγχώρησέ μας γιατί οι πρόγονοί μας τυφλώθηκαν
και έδωκαν στο Σωκράτη να πιει το κώνειο και σκότωσαν τον Καποδίστρια
και μερικοί φανατικοί έκοψαν των Αιγηνιτών κωπηλατών τους αντίχειρες
για να μειώσουν τη ναυτική τους ικανότητα.
Πόσο πολυτελής η φύση κι απαθής
κι εμείς πόσο πένητες και μάρτυρες είχαμε καταλήξει,
ω Κόρη τ’ ουρανού που από εσένα ανέτειλε της δικαιοσύνης
ο πνιγμένος από την αδικία λαμπρός πάλι ο πορφυρός ήλιος·
γι’ αυτό ρίχνε μας στις πληγές μας πάνω, όλες τις εσωτερικές μας πληγές,
ρίχνε μια μέθη γλυκιά κι ένα λήθαργον ακέραιο, Θεοτόκε·
δίνε μας το προνόμιο ν’ ανοίγουμε διάπλατη την πύλη της αλήθειας
γιατί μόνο αυτή μας οδηγεί στη σταθερότητα και μας γιατρεύει
και ο φόβος του θανάτου γίνεται ένα φάντασμα
που εξαφανίζεται όταν η μέρα φέγγει·
τα τραύματά μας κοίμιζε, κοίμιζε να μη φωνάζουν
και με την οδύνη τους μας εμποδίζουν, Μαρία Ευλογημένη.
Νεύε, ω νεύε των πολλών μας αμαρτημάτων το πλήθος το δύσπλυτο
να πλένουμε με ύσσωπο περίσσιο·
κι αυτό το καθήκον να τηρούμε και να πρεσβεύουμε
να πάψουμε να τιμούμε το μπαρούτι
και μόνο στο αλέτρι και στο νου
να δίνουμε την αποκλειστική μας την τιμή, Θεομάνα μας καλή.
Χορήγησέ μας την υποχρέωση και το δικαίωμα να χτίζουμε
την εσωτερική αλήθεια φυσικά κι αβίαστα
προβάλλοντας τη φωνή της τη θεραπευτική προς τα έξω
σα μια πρόνοια τοποθετημένη στο χελιδόνι
να χτίζει τη φωλιά του τη μετάρσια με τη δική του την αρχιτεκτονική
γεμάτη στης επάρκειας τον ώριμο πλούτο,
σαν την πρόνοια την ενοικισμένη στον πελαργό
να ’ρχεται της άνοιξης κομιστής και να επιδιορθώνει τις φωλιές τους
στα κωδωνοστάσια των εκκλησιών και στις σταραποθήκες
και στους στύλους των ηλεκτροφόρων καλώδιων
και σώζε μας των χειμαζόμενων μόνη παραστάτρια·
μ’ ένα σκοτωμένο πολλοδέντρι ναυπηγούμε τα καράβια μας
μ’ όλους τους αμέτρητους εργατικούς κρότους στους ταρσανάδες μας
για να μνημονεύουμε την ύπαρξη της στεριάς στης θάλασσας την επιφάνεια·
μνημόνευέ μας κι Εσύ Αγνή Μαρία όταν όλα γύρω μας
κάθε πίστη κι αγάπη μάς αποκλείουν·
ήμασταν άοικοι κι ανέστιοι και νηστικοί
μέσα στου σώματος και της ψυχής τη σύγχρονη ξηρασία,
Σε ρωτούμε, Μητέρα όλων των Απείρων,
μπορούμε να Σε λογαριάζουμε και να Σ’ έχουμε
για φωτιά και θερμότητα για φως και για σπίτι
και για μια ήμερη τροφή σήμερα
όπου το ιερό Σου Σκήνωμα κοιμάται για να ξυπνήσει στον ουρανό;

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ