Μάνη

Αν ήταν να σας τραγουδήσω μια λησμονημένην Επαρχία,
θα σας τραγουδούσα τη μακρινή μας Αρεόπολη,
αν ήταν να σας τραγουδήσω τις ελιές,
θα σας τραγουδούσα τις ελιές της Αρεόπολης,
τα παλαιά σπίτια να κλείνουν με τις βαριές αμπάρες
και τους σύρτες της Κυριακής,
θα σας τραγουδούσα τον άνεμο της Αρεόπολης
να σημαίνει την καμπάνα στο ψηλό της καμπαναριό,
και να σας λέει για πέλαγα και θαλασσινές σπηλιές
όπου οι νύμφες υφαίνουν στους αργαλειούς,
κι οι μέλισσες γεννούν του Ωκεανού το μέλι.
Αν σας έγραφα κάτι, θα σας έγραφα τη νοσταλγία μου για την Αρεόπολη,
όπου οι σκληρές Μανιάτισσες φορτώνουν στα γαϊδουράκια τους
την υπομονή και την ανέχεια,
θα σας μιλούσα για τους πέτρινους ανθρώπους της Μάνης
πιστούς στην αλήθεια και τη λιτότητα
να βρέχουν ένα περήφανο ψωμί και ν’ ανάβουν της ελπίδας το λυχνάρι.
Θα σας μιλούσαμε για τα κορίτσια της Μάνης
να ονειρεύονται στο μάζεμα της ελιάς τον αγαπητικό τους…
για τα παιδικά σας μαγαζιά με τ’ αφεντικά τους σήμερα χώμα.
Κι αν ήταν να σας έλεγα κάτι στον εαυτό του συγκεντρωμένο
θα σας έλεγα για το Κοιμητήρι της Αρεόπολης
με το στριφτόδρομο και τα χοντρά χαλίκια
για ν’ αφήνουν τα παπούτσια σας ένα σοβαρόν ήχο,
στα μακρινά κοιμητήρια της Μάνης
όπου αναπαύονται γέροι ξωμάχοι και ναυτικοί.

Εύθυμη πολιτεία

Δεν έχει οχυρά η πολιτεία αυτή που ήρθα, ούτε φρουρούς
γιατί πιστεύει στη χαρά και την ευθυμία.
Δεν έχει επάλξεις,
αφού οι πολίτες πιστεύουν στην εσωτερική, τη χαρούμενή τους διάθεση.
Τα παλιά της οχυρωματικά έργα τα παμπάλαια
είναι θαμμένα βαθιά μέσα στα χώματά της,
όπου πάνω τους τώρα πρασινίζουν τα στάχυα της
κι΄ ανθοβολούν, ευωδιάζουν και καρποφορούν τα περιβόλια της.

Από τη συλλογή «Ποιητικοί συνειδησιακοί διάλογοι» (1981)

Πολεμική διήγηση

Στ’ αναμμένο τζάκι, στης φλόγας το τριζοβόλημα
μας έλεγε ο παππούς μας,
όπως έσειε ο αγέρας τα πορτόφυλλα,
ως ανέμιζαν οι κουρτίνες με διάκριση και γέμιζε το δωμάτιο σκιές,
μας έλεγε ο παππούς,
ότι ήταν κάποτε μια νύχτα,
μέχρι τη μέση βρεγμένος μέσα στο νερό στα χαρακώματα,
όλοι ήταν μέσα στο νερό κι άστραφτε, άστραφτε, άστραφτε
κι οι πυροβολητές πίσω τους διόρθωναν στο φως τής αστραπής,
το στόχαστρο στα πυροβόλα τους.
Κι έλεγε πάλι ο παππούς
πως κάποιο πρωινό βρέθηκαν σ’ ένα κάμπο, σ’ ένα λιβάδι από λουλούδια
τόσα πολλά που τους γέμισε με το χέρι του το αγέρι την κεφαλή,
το σώμα τους μ’ ολόκληρα στεφάνια από λουλούδια,
έτσι που σαν οι πολέμιοι τους είδαν όλους στεφανωμένους,
στολισμένους όλους με τ’ ωραίο, το αποφασιστικό θάρρος τού Θανάτου,
έφυγαν, έφυγαν.
Μας διηγιόταν ο παππούς και η φλόγα στο τζάκι, οι σκιές στους τοίχους
κι εκείνες θαρρείς άκουγαν, η φλόγα, οι σκιές άκουγαν και γελούσαν.

Από τη συλλογή «Ποιητικοί συνειδησιακοί διάλογοι» (1981)