Δε σε ξεχνούσα

Υπήρχαν ακίνητα καλοκαιρινά μεσημέρια με τον άνεμο σταματημένο
και μόνον ο χαριτωμένος άνεμος των μικρών πουλιών υπήρχε
στα χαμηλά κλώνια των δέντρων με τους γεμάτους ίσκιους
και δε σε ξεχνούσα·
και υπήρχε τότε του τέττιγα το μονότονο,
το μεθυσμένο καλοκαιρινό κήρυγμα
και δε σε ξεχνούσα·
και το φίδι υπήρχε το ζεσταμένο,
που έβγαινε μέσα στων βημάτων τη σιωπή
από την κρύπτη του στον αρχαίο πλάτανο
και με κινήσεις αθόρυβες πήγαινε συρτό
ξεκουλουριασμένο στο μικρό στο κρυμμένο στον ίσκιο του
στης βρύσης το ρυάκι κι έπινε κι αυτό νερό
και ποτέ δε σε ξεχνούσα.
 
Συλλογή Συνειδησιακό Υπόγειο 1985

Παράκληση στη Θεοτόκο

Παναγία Θεοτόκε της πατρίδας μου
εκεί όπου στο Ναό Σου εψάλη κάποτε της μητέρας ο κατευόδιος ύμνος,
ω Θεοδόχε, της Συνεσης η Ευθυμία
φώτιζέ με, φώτιζέ με να νικώ το βαρβαρικό μέρος του εαυτού μου
σήμερα που γιορτάζεις την Ιερή Σου Μετάβαση στην Κατοικία του Υιού Σου,
Πρόθυμη των θλίψεων Βοήθεια, των αγαθών Θερμότητα,
της Θείας Αλήθειας Κοινοποίηση στους ανθρώπους,
ω του θεού Μεσίτρια, ο χιτώνας του χειμώνα μας ο καλός είσαι.
(Καθάριζε την ψυχή μου από την πολιορκία των παθών,
από το πολύ το χώμα.)
Των ακάνθων μου Πολεμική Πυρπολήτρια,
της Αγάπης της Ενωτικής Ευπορία,
Το Μέλι και η Κερήθρα των Αγγέλων είσαι,
η Κυψέλη που καιρούς επιτήδειους
αποταμιεύει για της αγνοίας την αφαίρεση.
Μαρία Παρθένε, γλυκιά και άφθονη καρποφορία
με το γαλάζιο φόρεμα του Δεκαπενταύγουστου,
των σκληραγωγιών η Τρυφερότητα, Στάμνα της Χαράς,
Σε καθικευτεύω, γίνε στους κλυδωνισμούς του βίου μου
το βεβαιότερο το Αγκυροβόλιό μου.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, 15-08-1968

Σύγχρονος σοβαρός και σεβαστός λόγος της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας

Κατάργησε να καταργήσουμε την ευφάνταση οιμωγή
που κομίζει μια πολεμική Πάραλος, δέσμια μιας θάλασσας κολασμένης
που κοχλάζει έτοιμη να εκπατριστεί κι αυτή
από τον ακατοίκητο τον πλανήτη μας μετά από ένα πυρηνικό πόλεμο·
κάλλυνέ μας, ω κάλλυνέ μας μ’ ένα ομόθυμο και αποφασισμένον ιερό πείσμα
να εγκαταστήσουμε και να κατοικήσουμε την ειρήνη στον πλανήτη μας
με τόσην ορμέμφυτη και νικηφόρα θέληση και ορμή
καθώς ο βότρυς των μελισσών κρεμάμενος στο δέντρο
αφού εγκατέλειψε την παλαιά του κυψέλη μαζί με τη νέα του βασίλισσα
ορμάει να κοινωνήσει της νέας κυψέλης
είτε σ’ ενός μεγάλου δέντρου κοίλωμα ή σ’ ένα κρυφό σπήλαιο
ή σε μια φωλιά του αγριμιού έρημη από καιρόν αφημένη,
των μεγάλων και των ωραίων εργατικών Αγαθών μόνη Εσύ Ρυθμίστρια.
Σα να μην είχαν φως τα μάτια μας, σα να μην είχεν ήχους η ακοή μας
είχαμε απομακρυνθεί από κάθε αρμονία και μέτρο
και από το κάθε κάλλος έξω·
φρόντιζε με τη μητρική Σου φροντίδα να Σ’ αισθανόμαστε κοντά μας
όπως τα μελωδικά πουλιά με τις θημωνιασμένες τους χρυσές φωνές
αισθάνονται τον Αυγερινό και τον περίλαμπρο τον ήλιο
και τον φωνάζουν ν’ ανατέλλει.
Οι περισσότεροι φίλοι μας ανέβηκαν στην καρμανιόλα
κι άλλοι εκτελέστηκαν για την ύψωση της ελευθερίας στη θετική της θέση,
γιατί πίστευαν πως η ελευθερία και η θεϊκή Σου Στοργή
μας ήταν μια Ιερή Μετάληψη για των αμαρτιών μας την άφεση·
δέξου τις ευχαριστίες μας για όσα δεινά δε δοκιμάσαμε
γιατί δοκιμάσαμε πολλά κι ανήκουστα σαν Έλληνες,
για τους ακόμη βαθύτερους γκρεμούς που δεν κατρακυλήσαμε
γιατί μας έπεμψες έστω και την τελευταία στιγμή τη Σωφροσύνη μας·
συγχώρησέ μας γιατί οι πρόγονοί μας τυφλώθηκαν
και έδωκαν στο Σωκράτη να πιει το κώνειο και σκότωσαν τον Καποδίστρια
και μερικοί φανατικοί έκοψαν των Αιγηνιτών κωπηλατών τους αντίχειρες
για να μειώσουν τη ναυτική τους ικανότητα.
Πόσο πολυτελής η φύση κι απαθής
κι εμείς πόσο πένητες και μάρτυρες είχαμε καταλήξει,
ω Κόρη τ’ ουρανού που από εσένα ανέτειλε της δικαιοσύνης
ο πνιγμένος από την αδικία λαμπρός πάλι ο πορφυρός ήλιος·
γι’ αυτό ρίχνε μας στις πληγές μας πάνω, όλες τις εσωτερικές μας πληγές,
ρίχνε μια μέθη γλυκιά κι ένα λήθαργον ακέραιο, Θεοτόκε·
δίνε μας το προνόμιο ν’ ανοίγουμε διάπλατη την πύλη της αλήθειας
γιατί μόνο αυτή μας οδηγεί στη σταθερότητα και μας γιατρεύει
και ο φόβος του θανάτου γίνεται ένα φάντασμα
που εξαφανίζεται όταν η μέρα φέγγει·
τα τραύματά μας κοίμιζε, κοίμιζε να μη φωνάζουν
και με την οδύνη τους μας εμποδίζουν, Μαρία Ευλογημένη.
Νεύε, ω νεύε των πολλών μας αμαρτημάτων το πλήθος το δύσπλυτο
να πλένουμε με ύσσωπο περίσσιο·
κι αυτό το καθήκον να τηρούμε και να πρεσβεύουμε
να πάψουμε να τιμούμε το μπαρούτι
και μόνο στο αλέτρι και στο νου
να δίνουμε την αποκλειστική μας την τιμή, Θεομάνα μας καλή.
Χορήγησέ μας την υποχρέωση και το δικαίωμα να χτίζουμε
την εσωτερική αλήθεια φυσικά κι αβίαστα
προβάλλοντας τη φωνή της τη θεραπευτική προς τα έξω
σα μια πρόνοια τοποθετημένη στο χελιδόνι
να χτίζει τη φωλιά του τη μετάρσια με τη δική του την αρχιτεκτονική
γεμάτη στης επάρκειας τον ώριμο πλούτο,
σαν την πρόνοια την ενοικισμένη στον πελαργό
να ’ρχεται της άνοιξης κομιστής και να επιδιορθώνει τις φωλιές τους
στα κωδωνοστάσια των εκκλησιών και στις σταραποθήκες
και στους στύλους των ηλεκτροφόρων καλώδιων
και σώζε μας των χειμαζόμενων μόνη παραστάτρια·
μ’ ένα σκοτωμένο πολλοδέντρι ναυπηγούμε τα καράβια μας
μ’ όλους τους αμέτρητους εργατικούς κρότους στους ταρσανάδες μας
για να μνημονεύουμε την ύπαρξη της στεριάς στης θάλασσας την επιφάνεια·
μνημόνευέ μας κι Εσύ Αγνή Μαρία όταν όλα γύρω μας
κάθε πίστη κι αγάπη μάς αποκλείουν·
ήμασταν άοικοι κι ανέστιοι και νηστικοί
μέσα στου σώματος και της ψυχής τη σύγχρονη ξηρασία,
Σε ρωτούμε, Μητέρα όλων των Απείρων,
μπορούμε να Σε λογαριάζουμε και να Σ’ έχουμε
για φωτιά και θερμότητα για φως και για σπίτι
και για μια ήμερη τροφή σήμερα
όπου το ιερό Σου Σκήνωμα κοιμάται για να ξυπνήσει στον ουρανό;

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Στα σπίτια του Νότου

Ο θάνατος, θυμάμαι, εκεί στα σπίτια τού Νότου ήταν ένα σκοτεινό γεγονός,
ίσως γιατί υπήρχε πολύς ήλιος παντού, γυμνός, άφθονος.
Κλείνονταν τα παράθυρα όταν του νεκρού περνούσε ἡ ακολουθία
κάτω από τα σπίτια τα παλιά και οι ένοικοι την πομπή
πίσω από τις κατεβασμένες κουρτίνες κρυφά παρακολουθούσαν.

Κάποια μεσημέρια ασάλευτα, φωνές από μοιρολογίστρες
τη χλιαρή τους έκοβαν άνεση σα μαχαίρια ακονισμένα.
Στα σπίτια εκείνα του Νότου
ο νεκρός ήταν μέσα στο σκοτάδι του αιώνια βυθισμένος,
στους μικρούς του ληστές, τα σκουλήκια του αφιερωμένος,
μακριά από το αστραφτερό φως, που ντύσιμο δε δεχότανε κανένα.
Εκεί, στα σπίτια τού Νότου, οι νεκροί ερχόνταν πάλι
και ζητούσανε τα κρεβάτια τους με το στεναγμό τού ανέμου,
μ’ άδεια μάτια, ενώ τα ποντίκια ροκάνιζαν
μέσα στα μεσάνυχτα τα πατώματα τα φαγωμένα από το σαράκι,
τις κατάκλειστες ντουλάπες με τα ενδύματα
και τις φωτογραφίες τού ταξιδεμένου,
εκεί στο Νότο όπου οι μυγδαλιές
πολύ γρήγορα ανθούσανε τ’ άνθια τους
σαν κύματα σ’ ακρογιάλι αφρισμένα.

Νέα Εστία. Τεύχος 964. Έτος 1967

Θερμοπύλες

Αφήστε, αφήστε ήσυχους όσους πολέμησαν στις Θερμοπύλες,
τους τριακόσιους τού Λεωνίδα τους βαρύναμε με τη δόξα μας,
δεν ήταν ήρωες γιατί έπεσαν στις θέσεις τους,
παρά γιατί ήταν δεμένοι μ’ ένα παμπάλαιο χρέος.
Καλύτερα που δε γύρισαν πίσω στο στρατόπεδο τής Σπάρτης,
καλύτερα που δεν άκουσαν πάλι πολλά για το καθήκον
Το θάνατο τον ήθελαν, γιατί τους ήταν μια σωτηρία από τη Σπάρτη.

Ηπειρωτική Εστία. Τεύχος 115. Νοέμβριος 1961

Μουσική

Σαν μουσική που σβήνει μακριά τα θερινά μεσάνυχτα
κι ανοίγεις το παράθυρό σου, για να την σώσεις μες στης μνήμης τη ζωή,
έτσι τα μάτια της χάθηκαν να φωτίζουν μιαν άλλη νύχτα,
και δεν έχουν τα πράγματα την ίδια μουσική.
Πώς φεύγει μια αγαπημένη ψυχή
κι αδειάζουν οι δρόμοι και τα σπίτια,
πώς χαιρετά το σώμα μια ψυχή την ώρα που έχουν οι άγγελοι χαθεί,
σαν μουσική σβησμένη κι η δική της η φωνή.
Μην την πήρεν η άνοιξη των λουλουδιών;
Μην την πήρε της πεταλούδας το πέταγμα;
Αν υπήρχεν άνεμος,
θα τραγουδούσε το δικό της καημό στα δέντρα,
αν υπήρχαν παιδικά σύννεφα,
θα τραγουδούσαν την ομορφιά της στις στέρνες τής Αρεόπολης
κι αν υπήρχαν παιδικά μαγαζιά,
θ’ αγοράζαμε παιδικά παράθυρα να κοιτάζουμε τον κόσμο.
Εμείς δεν είχαμε σπίτια,
πουλιά λαβωμένα χωρίς ουρανό!

Νέα Πορεία. Τεύχη 5-6. Ιούλιος-Αύγουστος 1955

Το στάχυ

Νομίζω πως όλα έχουν αίσθηση
κι αυτό το ξερό αστάχυ ως το αγγίζω
θαρρώ ότι ακούω μιαν απόκρισή του σκοτεινή
μέσα από τη ρίζα του τη γεμάτη μάτια πράσινα.

Το κοιτώ και συλλογίζομαι πόσο είναι αυτό το στάχυ τόσο ανθεκτικό
στην πέτρα την άγρια φυτρωμένο
κι ας τό ‘δειρε ο βοριάς κι ας ντύθηκε του χιονιού το βάρος.
Αισθάνομαι να μ’ απαντά, να μου μιλά
για την άνοιξή μου την παντοτινή και την ουράνια.

Νέα Εστία. Τεύχος 932. 1 Μαΐου 1966

Η καλύβα μου

Είμαι μια έρημος που ονειρεύεται νερό,
θροΐσματα καλαμιώνων,
να κόβω καλάμια ή σπάρτα,
να πλέκω την καλύβα μου,
δέντρα να σχεδιάζω,
για νά ‘ρχεται το λελέκι
στο φούντωμα της άνοιξης
και να καταδέχεται
στο καυτό έδαφος των φιδιών
να γράφει τη σκιά του.

Νέα Εστία. Τεύχος 913. 15 Ιουλίου 1965

Εύθυμη πολιτεία

Δεν έχει οχυρά η πολιτεία αυτή που ήρθα, ούτε φρουρούς
γιατί πιστεύει στη χαρά και την ευθυμία.
Δεν έχει επάλξεις,
αφού οι πολίτες πιστεύουν στην εσωτερική, τη χαρούμενή τους διάθεση.
Τα παλιά της οχυρωματικά έργα τα παμπάλαια
είναι θαμμένα βαθιά μέσα στα χώματά της,
όπου πάνω τους τώρα πρασινίζουν τα στάχυα της
κι΄ ανθοβολούν, ευωδιάζουν και καρποφορούν τα περιβόλια της.

Από τη συλλογή «Ποιητικοί συνειδησιακοί διάλογοι» (1981)